δακνίς

δακνίς
Γένος πτηνών της οικογένειας των νεκταριιδών. Είναι γνωστά 14 είδη, που ζουν στις τροπικές χώρες της Αμερικής. Τρέφονται με έντομα και με τον χυμό οπωρικών. Έχουν το μέγεθος του κορυδαλλού, με ανεπτυγμένο κεφάλι και κωνικό ράμφος. Τα πόδια τους είναι ψηλά, λεπτά, με μεγάλα δάχτυλα και νύχια. Το χρώμα τους ποικίλλει, ανάλογα με το είδος στο οποίο ανήκουν. Από τα πιο γνωστά είδη είναι η δ. η κυάνια που ζει στη Βραζιλία, στη Βολιβία και στη Νικαράγουα, και η δ. η ευειδής που ζει στον Παναμά.
* * *
(-ίδος), η (Α δακνίς) [δάκνω]
νεοελλ.
στρουθιόμορφο πτηνό τής τροπικής Αμερικής τής οικογένειας καιρεβίδες
αρχ.
ονομασία πτηνού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • DACNADES vel DACNIDES Pomponio avium genus — quas Aegyptii inter potandum cum coronis devincire olim sunt soliti, quaeque vellicando, morsicandoque et canturiendo assidue, non patiebantur dormire potantes. Hesych. Δακνίς, εἶδος ὀρνέου. Nempe ὑπὸ τȏυ δάκνειν, quod morsicare est, nomen… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”