- δακνίς
- Γένος πτηνών της οικογένειας των νεκταριιδών. Είναι γνωστά 14 είδη, που ζουν στις τροπικές χώρες της Αμερικής. Τρέφονται με έντομα και με τον χυμό οπωρικών. Έχουν το μέγεθος του κορυδαλλού, με ανεπτυγμένο κεφάλι και κωνικό ράμφος. Τα πόδια τους είναι ψηλά, λεπτά, με μεγάλα δάχτυλα και νύχια. Το χρώμα τους ποικίλλει, ανάλογα με το είδος στο οποίο ανήκουν. Από τα πιο γνωστά είδη είναι η δ. η κυάνια που ζει στη Βραζιλία, στη Βολιβία και στη Νικαράγουα, και η δ. η ευειδής που ζει στον Παναμά.
* * *(-ίδος), η (Α δακνίς) [δάκνω]νεοελλ.στρουθιόμορφο πτηνό τής τροπικής Αμερικής τής οικογένειας καιρεβίδεςαρχ.ονομασία πτηνού.
Dictionary of Greek. 2013.